Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραυλώ — όω, Α [τραυλός] τραυλίζω … Dictionary of Greek
τραύλωσις — ώσεως, ἡ, Α τραυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ). Το ρ. τραυλῶ είναι μτγν.] … Dictionary of Greek